- Πολέμαρχος
- Πολέμαρχοςchieftainmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολέμαρχος — chieftain masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολέμαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος μέτοικος, αδελφός του ρήτορα Λυσία. Καταδικάστηκε από τους 30 τύραννους να πιει το κώνειο για τα δημοκρατικά του φρονήματα. 2. Ευγενής Σπαρτιάτης που σκότωσε το βασιλιά της Σπάρτης Πολύδωρο στα μέσα του 8ου… … Dictionary of Greek
πολέμαρχος — ο 1. αρχηγός στον πόλεμο. 2. τολμηρός μαχητής: Χτυπάτε πολεμάρχοι (Βαλαωρίτης). 3. άρχοντας πολλών αρχαίων πόλεων. 4. ανώτερος οπλαρχηγός κατά την τουρκοκρατία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολεμάρχω — πολέμαρχος chieftain masc nom/voc/acc dual πολέμαρχος chieftain masc gen sg (doric aeolic) πολεμάρχης masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПОЛЕМАРХ — • Πολέμαρχος, 1. см. Άρχή, ήΑρχων, Архэ, 4. 6; 2. в Спарте предводитель моры, см. Exercitus, Войско, 3; 3. в Этолийском союзе гражданские власти отдельных городов; подобным же образом и в беотийских городах … Реальный словарь классических древностей
πολεμάρχοιν — πολέμαρχος chieftain masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμάρχοις — πολέμαρχος chieftain masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολεμάρχου — Πολέμαρχος chieftain masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμάρχου — πολέμαρχος chieftain masc gen sg πολεμάρχης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμάρχους — πολέμαρχος chieftain masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)